- πυκνόκοκκον
- πυκνό-κοκκον, τό, name of a plant with purgative properties, Ruf. ap. Orib.7.26.37 (A v.l. -κολον: -κομον cj. Daremberg).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυκνόκοκκον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνόκοκκον — τὸ, Α ονομασία φυτού με καθαρτικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + κόκκος] … Dictionary of Greek
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek